ζαρίφικος

ζαρίφικος
-η, -ο [ζαρίφης]
1. αυτός που φέρεται με κομψό τρόπο
2. (για πράγμα) κομψό, καλοδουλεμένο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”